- αὐθεντῶ
- αὐθεντέωto have full powerpres subj act 1st sg (attic epic doric)αὐθεντέωto have full powerpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξαυθεντώ — ἐξαυθεντῶ, έω (Μ) [αυθεντώ] διεκδικώ την πλήρη κυριότητα … Dictionary of Greek
καταυθεντώ — καταυθεντῶ, έω (Α) άρχω, κυβερνώ, είμαι κύριος κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αὐθεντῶ «έχω πλήρη εξουσία πάνω σε κάποιον» (< αὐθέντης «κύριος»)] … Dictionary of Greek
υπεραυθεντώ — έω, Α υπερασπίζω, προστατεύω με το κύρος τής εξουσίας μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + αὐθεντῶ «αυτοδικώ, έχω εξουσία, έχω κύρος νόμου»] … Dictionary of Greek